αφτιασίδωτος, -η

αφτιασίδωτος, -η
-ο βλ. αφκιασίδωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αφτιασίδωτος — και αφκιασίδωτος ή αφτειασίδωτος και αφκειασίδωτος, η, ο αυτός που δεν έχει φτιασιδωθεί ή καλλωπιστεί, ο αμακιγιάριστος …   Dictionary of Greek

  • άβαφος — και άβαφτος, η, ο [βάφω] 1. ο δίχως βαφή, αχρωμάτιστος 2. ο δίχως φτιασίδια, αφτιασίδωτος 3. ο άβαπτος* …   Dictionary of Greek

  • αμακιγιάριστος — η, ο [μακιγιάρω] 1. αυτός που δεν έχει μακιγιαριστεί, αφτιασίδωτος 2. αυτός που έχει τη φυσική του όψη, γνήσιος, πραγματικός, ατόφιος …   Dictionary of Greek

  • αφκιασίδωτος — βλ. αφτιασίδωτος …   Dictionary of Greek

  • αμακιγιάριστος — η, ο (λ. γαλλ.), αυτός που δεν είναι μακιγιαρισμένος, αφτιασίδωτος: Δύσκολα να συναντήσεις σήμερα γυναίκα αμακιγιάριστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφκιασίδωτος — αφκιασίδωτος, η, ο και αφτιασίδωτος, η, ο αυτός που δεν είναι φκιασιδωμένος: Λίγες γυναίκες σήμερα είναι αφκιασίδωτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”